πυρηλιόμετρο

πυρηλιόμετρο
το, Ν
(μετεωρ.) γενική ονομασία μετεωρολογικών οργάνων με τα οποία μετρείται η άμεση ακτινοβολία τού Ηλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrheliometer < πυρ + ήλιος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πυρηλιόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Άγκστρεμ, Κνουτ — (Knut Angström 1857 – 1910).Σουηδός φυσικός. Γιος του Άντερς Γιόνας. Καθηγητής φυσικής στα πανεπιστήμια Στοκχόλμης και Ουψάλα. Μελέτησε την ηλιακή ακτινοβολία και, ιδιαίτερα, τις ακτίνες Γκέισλερ. Επινόησε το πυρηλιόμετρο,ένα όργανο μεγάλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”