- πυρηλιόμετρο
- το, Ν(μετεωρ.) γενική ονομασία μετεωρολογικών οργάνων με τα οποία μετρείται η άμεση ακτινοβολία τού Ηλίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrheliometer < πυρ + ήλιος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πυρηλιόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.